παραγούλιασμα

παραγούλιασμα
το
το μαλάκωμα του χταποδιού με χτύπημα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • παραγούλιασμα — το [παραγουλιάζω] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού παραγουλιάζω 2. μτφ. άγριο ξυλοκόπημα, ξυλοδαρμός …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”